-
1 сахарный
επ.της ζάχαρης•сахарный завод εργοστάσιο ζάχαρης•
-ое производство παραγωγή ζάχαρης•
-ая голова μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)•
сахарный песок ψιλή ζάχαρη•
-ая пудра ζαχαρόσκονη άχνη.
|| ζαχαρένιος. || μτφ. γλυκός, ηδονικός. || μτφ. ευχάριστος• ικανοποιητικός.εκφρ.- ая болезнь – ο ζαχαροδιαβήτης. -
2 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод